Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύχναστος, -η, -ο [asíxnastos] (L)
- not regularly visited, unfrequented (near-syn απόκεντρος, ant πολυσύχναστος):
- ~ |
- ασύχναστη γωνιά |
- ασύχναστο καφενείο, κέντρο, μέρος, μοναστήρι |
- το θέατρο, μολονότι όχι σε καλή ακόμα κατάσταση, δεν απομένει ασύχναστο (Panagiotop) |
- έγραψε το βιβλίο του .. ερευνώντας σε παλιές, ασύχναστες βιβλιοθήκες (Sachinis) |
- μας δίνει .. την παραδείσια φύση ενός ασύχναστου βουνού με τα πιο ωραία και τα πιο πειστικά χρώματα (id.)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασύχναστος, cpd w. *συχναστός (: συχνάζω); cf cpds κοσμοσύχναστος, πολυσύχναστος]
- not regularly visited, unfrequented (near-syn απόκεντρος, ant πολυσύχναστος):



