Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυλλόγιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
ασυλλόγιστος1 [asilόyistos] ο,
  • unthinking, thoughtless, or imprudent person (syn άμυαλος1 2, απερίσκεπτος1, αστόχαστος1):
    • πόσο μάταιη είναι η δάφνη η άλλη, που της στήνουν καρτέρι οι ασυλλόγιστοι (Panagiotop) |
    • έγραψε στην πλακίτσα και τ' όνομά του ο ~

[substantiv. m of ασυλλόγιστος2]

ασυλλόγιστος2, -η, -ο [asilόyistos]
  • ① thoughtless, careless, imprudent (syn άμυαλος2 1, απερίσκεπτος2 1):
    • τα ασυλλόγιστα νιάτα |
    • ο κίνδυνος κι ο πανικός κάνουν ασυλλόγιστο και ασυγκράτητο τον άνθρωπο (Charis) |
    • η .. γαρδένια ξετυλίγει ασυλλόγιστη την ολόασπρη συμφωνία του θαύματός της (Panagiotop)
  • ⓐ ill-considered, thoughtless, injudicious, rash (syn απερίσκεπτος2 2, άσκεφτος 2):
    • ασυλλόγιστη απειθαρχία, κίνηση, οργή, σπατάλη, φλυαρία |
    • ασυλλόγιστο διάβημα |
    • ασυλλόγιστο ξεφάντωμα |
    • ασυλλόγιστη κομματική εκστρατεία |
    • στα μάτια μου ανέβηκαν .. δάκρυα μετάνοιας για τον ασυλλόγιστο λόγο που μου ξέφυγε (Xenop) |
    • την ερωτεύτηκε .. με την ασυλλόγιστη ορμή της νιότης (Petsalis) |
    • κατακτούν την ποίηση με ασυλλόγιστη ανάλωση εσωτερικών θησαυρών (Peranthis) |
    • poem αδελφούλες μου απρόσεχτες! | τι χορός ~
  • ② foolishly adventurous, foolhardy, reckless (syn απερίσκεπτος2 3, απόκοτος 1b):
    • ~ |
    • ασυλλόγιστη τόλμη |
    • υποκινήσαμε τους Kυπρίους στην ασυλλόγιστη και καταστρεπτική εξέγερσή τους (Christidis) |
    • ριχνόταν σ' ένα ασυλλόγιστο τρέξιμο πάνω απ' τα χαντάκια (Venezis) |
    • για χάρη της σκοτώθηκαν ασυλλόγιστα κι αράθυμα παλληκάρια (Lazaridis)
  • ③ unthinking, carefree, frivolous (near-syn αμέριμνος, αφρόντιστος, ξένοιαστος):
    • παραδοθήκανε σε μια και ασυλλόγιστη και πολυθέλγητρη ονειροπόληση (Palam) |
    • περνούσε ολάκερη τη ζωή της .. ανάμεσα στους ασυλλόγιστους νεαρούς και στα φιγουρίνια της μόδας (Panagiotop) [fr postmed (Bακτηρία Aρχιερ. 173

[1703-04], Somavera), MG ασυλλόγιστος ← K, AG ἀσυλλόγιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες