Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρί
13 εγγραφές [1 - 10]
άστρι [ástri] το, poet
  • ① star (syn αστέρας 1):
    • folks. να 'χα το σύννεφ' άλογο και τ' ~χαλινάρι, | το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχουμουν κάθε βράδυ (NPolitis) |
    • ~της αυγής, | γιατί άργησες να βγεις; (Theros) |
    • ήλιε μ' με τ' άστρια μάλωσες και με το νιο φεγγάρι; (DPetrop) |
    • poem .. φάνη τ' ~της βραδιάς πα στην κορφή να κλώθει (Sikel) |
    • .. ποια χρυσήν εσπέρα | φώτιζες, ~τ' ουρανού, πριν έρθεις εδωπέρα; (Stasinop)
  • ② white spot or star on the forehead (syn αστέρι 3):
    • από τις φοραδοπούλες πρώτη πρώτη ερχόντανε η κορμάτη η Aστέρω με τ' ~στο κούτελο (Vlami) [fr MG άστριον (Manasses) ← K ôστριον (Pliny, Ps-Diosc, Isid. Hispal.

[+636]), dimin of ἄστρον]

αστρί [astrí] το, region. & poet = άστρι 1
:
  • folks. σαν τι το θέλ' η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι, | αφού 'χει μέσ' το σπίτι της τ' ~και το φεγγάρι; |
  • poem .. με τ' ~παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο | της κυρ' Aννιώς η Mπίλιω (Malakasis) |
  • απόψε που κρυφομιλούν | μέσ' τη γαλήνη του βραδιού | τ' ~ με το λουλούδι (Eliya)

[fr MG *αστρίν (cf Bova astri 'stella Venere'), dimin of άστρον]

αστρικό [astrikό] το,
  • ① destiny, fortune, fate (syn μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό):
    • του διάβασε το ~του |
    • το ~του καθενός βρίσκεται στα ίδια του τα χέρια (KPolitis)
  • ② invisible spirit or demon (syn αερικό, ξωτικό, L πνεύμα):
    • poem τη ματιά μου ξαφνίζουνε, μου πνίγουν | αστρικά και φαντάσματα το νου (Palam)

[fr postmed, MG αστρικόν 'ζώδιο', substantiv. n of αστρικός]

αστρικός, -ή (& Kazantz -ιά), -ό [astrikós] (L)
  • ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
    • αστρικοί θεοί |
    • αστρική αποικία, γοητεία, περιπλάνηση |
    • αστρικό διάστημα |
    • αστρικό σώμα mystical, invisible cover of the soul |
    • η αστρική σκόνη μετεωρίζεται στο διάστημα |
    • astrol δέχεστε δυνατές αστρικές επιδράσεις τις τελευταίες μέρες του Oκτωβρίου |
    • προβλέπουμε να κατακτήσουμε μια αστρική γειτονιά, όπου η γη δεν θα παίζει πια τον κύριο ρόλο (Panagiotop) |
    • ο ήλιος είναι το κέντρο του αστρικού μας συστήματος (Papatsonis) |
    • ποια είναι αυτή η μυστηριακή ενέργεια, η αστρική, η παντοδύναμη, που απορρέει από μια τόσο μικροσκοπική εστία; (Chatzinis) |
    • poem .. τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου | κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν (Palam) |
    • .. μπασιά σπηλιάς στην αστρικιά φεγγοβολή ξεκρίνει (Kazantz Od 14.73)
  • ② star-shaped, stellate, stelliform (syn αστεροειδής2):
    • ένας μεγάλος ναπολιτάνικος κατρέφτης .. φάνταζε ολοστρόγγυλος με το σκέδιό του το αστρικό μέσα στην αχτιδωτή του κορνίζα (Vlami) |
    • άλλα τηγανοειδή σκεύη έχουν γεωμετρικά, αστρικά ίσως κοσμήματα (ASakellariou)
  • ③ starry, shining, flashing (syn αστεράτος 2):
    • η λεπίδα έλαμπε με κρυστάλλινη, αστρική λάμψη (Terzakis) |
    • poem βουβός ο δοξαράς την αστρική σπιθάτη αμμούδα σκάφτει (Kazantz Od 10.1257)

[fr kath αστρικός ← MG (12th c.) ← K (also pap)]

αστρίμμωχτα [astrímoxta] adv
  • without squeezing together or cramming (ant στριμμωχτά):
    • καθόμαστε, ταξιδεύουμε ~ |
    • χωρέσαμε όλοι στον καναπέ ~ |
    • βγήκαμε από την εκκλησιά ~

[der of αστρίμμωχτος]

αστρίμμωχτος, -η, -ο [astrímoxtos]
  • not squeezed together, unsqueezed, uncrammed (ant στριμμωγμένος, στριμμωχτός):
    • ταξιδέψαμε αστρίμμωχτοι |
    • αστρίμμωχτα ρούχα

[cpd w. στριμμωχτός]

άστρινος, -η, -ο [ástrinos] (& αστρινός, -ή, -ό)
  • ① of or pertaining to stars, starry (syn αστέρινος 1):
    • folkt η καλή νεράιδα .. γίνηκε άσπρο φως κι έσμιξε με τις άστρινες αχτίδες |
    • poem κι ας στάζει αγνή | κάθε αστρινή | αχτίδα μέσα στην καρδιά μας (Evangelidis)
  • ② star-filled, starry (syn αστεράτος 1):
    • folkt αναστένεται η M. με το φεγγαρήσιο πρόσωπο και τα άστρινα μάτια |
    • poem η νύχτα, καθώς πέφτει αγάλι αγάλι | από παντού, στον άστρινό της πέπλο | κεντάει την ομορφιά την υπερούσια (Xydis)

[der of άστρον w. suff -ινος]

άστριος [ástrios] ο, pl collect. άστριοι οι, (L) miner
  • feldspar

[fr kath άστριος ← LK ἄστριος (sc λίθος); cf Plin. Nat. 37.132 astrion]

αστρίτης [astrítis] ο, zoo
  • asp, viper, Vipera ammodytes (syn ασπίδα2, αστρογαλιά):
    • έχει μάτια σαν ~(or έχει μάτια αστρίτη) he is sharp-eyed |
    • κάτω από το φράχτη το σφύριγμα και η οργή του αστρίτη δεν έφταναν να μας ταράξουν τη χαρά του πόθου μας (Gryparis) |
    • με κοίταζε τώρα κατάματα και το μάτι της κάρφωνε, ~(Terzakis) |
    • folks. φίδια στρώνει το φάρο της κι οχιές τον καλιγώνει, | και τους αστρίτες τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια (NPolitis) |
    • φίδι να φάει τη γλώσσα σου κι ~το κορμί σου (DPetrop) |
    • poem κι είναι το σωθικό σας λιονταριού, το μάτι σας αστρίτη you have the guts of a lion, the eye of an asp (Kazantz Od 7.556) |
    • ο Xάρος την καρδιά του Διγενή | δαγκώνει σαν κακός ~(Skipis)

[der of MG αστρίτης (perh Martianus Capella gramm., 1.75 Dick: astrites), der of άστρον w. suff -ίτης]

άστριφτα [ástrifta] adv, region.
  • without twisting (syn phr χωρίς στρίψιμο, ant στριφτά)

[der of άστριφτος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες