Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστεροσκοπείο [asteroskopío] το, (L) astr
- building equipped for making astronomical observations, observatory (syn phr αστρονομικό παρατηρητήριο):
- θα γινόταν μια μέρα ένας διάσημος καθηγητής, ένας διευθυντής αστεροσκοπείου ..; (Xenop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστεροσκοπείον, der of αστεροσκόπος w. suff -είον; cf κεραυνοσκοπείον, μετεωρο-, οιωνο-σκοπείον etc]
- building equipped for making astronomical observations, observatory (syn phr αστρονομικό παρατηρητήριο):



