Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεροσκοπείο
1 εγγραφή
αστεροσκοπείο [asteroskopío] το, (L) astr
  • building equipped for making astronomical observations, observatory (syn phr αστρονομικό παρατηρητήριο):
    • θα γινόταν μια μέρα ένας διάσημος καθηγητής, ένας διευθυντής αστεροσκοπείου ..; (Xenop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστεροσκοπείον, der of αστεροσκόπος w. suff -είον; cf κεραυνοσκοπείον, μετεωρο-, οιωνο-σκοπείον etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες