Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασταθεροποίητος, -η, -ο [astaθeropíitos] (L)
- not stabilized, unstabilized (ant σταθεροποιημένος):
- μια φαντασία, που παρουσιάζεται με μια δική της λεκτική άρθρωση, με μιαν ασταθεροποίητη ευχέρεια (Peranthis)
[fr kath (neol) ασταθεροποίητος, cpd w. *σταθεροποιητός (: σταθεροποιώ)]
- not stabilized, unstabilized (ant σταθεροποιημένος):



