Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταθεροποίητος
1 εγγραφή
ασταθεροποίητος, -η, -ο [astaθeropíitos] (L)
  • not stabilized, unstabilized (ant σταθεροποιημένος):
    • μια φαντασία, που παρουσιάζεται με μια δική της λεκτική άρθρωση, με μιαν ασταθεροποίητη ευχέρεια (Peranthis)

[fr kath (neol) ασταθεροποίητος, cpd w. *σταθεροποιητός (: σταθεροποιώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες