Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρόμαυρος
1 εγγραφή
ασπρόμαυρος, -η, -ο [asprόmavros]
  • ① black-and-white (syn μαυρόασπρος):
    • ~κινηματογράφος |
    • ασπρόμαυρη γάτα, επένδυση, στολή |
    • ασπρόμαυρη ταινία, τηλεόραση, φωτογραφία |
    • ασπρόμαυρο μωσαϊκό, πλακάκι, σχέδιο |
    • φορούσε και μιαν όμορφη φαρδιά ζακέτα με μεγάλα ασπρόμαυρα τετράγωνα (EKazantz) |
    • ένα πρώτο χελιδόνι .. χάραξε ασπρόμαυρες και γλιστερές καμπύλες στον αέρα (KPolitis) |
    • τσαλακωμένος σαν αλήτης, με ασπρόμαυρα γένεια, ξαναβρέθηκα ελεύθερος (Louros)
  • ② gray (syn γκρίζος, σταχτίς, ψαρίς)

[cpd w. μαύρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες