Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκεψιά [ascepsjá] η,
- ① thoughtlessness, heedlessness (syn αμυαλιά 1, απερισκεψία 1, αστοχασιά, ασυλλογισιά)
- ② injudicious or foolish act, stupidity, blunder (syn απερισκεψία 2)
[fr K ἀσκεψία (Polyb.), der of ἄσκεπτος bes σκέψις]



