Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασετυλίνη [asetilíni] η, (L) (& ασετυλίνα)
- :
- λάμπα, φανάρι ασετυλίνης |
- λαγούμια που μυρίζουνε ~ και θειάφι (LAkritas) |
- οι πιο εξελιγμένοι είχανε και το πυροφάνι της ασετυλίνης (Zappas) |
- είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια (Tsirkas)
- ① acetylene light or lamp:
- έβγαλε ο μπαρμπα-Δήμος και τη δεύτερη ~και τη στέριωσε πάνου στο δέντρο (Panagiotop) |
- πάνω στις υπαίθριες τάβλες η ασετυλίνα παραμόρφωνε παστέλια και καλούδια (KPolitis) |
- poem .. κλείνουν πια τα μαγαζιά, σβήνουν οι ασετυλίνες (Ritsos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασετυλίνη ← ISV acetylene]



