Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστόκτιστος
1 εγγραφή
ασβεστόκτιστος, -η, -ο [azvestόktistos] (& D ασβεστόχτιστος) (L)
  • built w. lime mortar:
    • ~τοίχος |
    • ασβεστόκτιστη θολωτή δεξαμενή |
    • riddle ασβεστόχτιστο πηγάδι δυο λογιών νερό 'χει μέσα (the egg) |
    • επάνω στο πιο ψηλό σημείο της Mολυβωτής άκρας είναι τα ασβεστόκτιστα θεμέλια κάποιου πύργου (Bakalakis) |
    • βρέθηκαν .. ίχνη παλαιού ασβεστόκτιστου πύργου (Varelas)

[fr postmed (17th c.) ασβεστόκτιστος, cpd w. κτιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες