Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασέλωτα
1 εγγραφή
ασέλωτα [asélota] adv
  • without using a saddle, bareback:
    • καβαλικεύει ~

[fr postmed (Somavera) ασέλωτα, der of ασέλωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες