Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιπρεσβύτερος
1 εγγραφή
αρχιπρεσβύτερος [arçiprezvíteros] ο, (L) Gr Orthod Ch
  • head priest, chief presbyter (syn πρωτόπαπας, πρωτοπρεσβύτερος)

[fr kath αρχιπρεσβύτερος ← postmed, PatrG, K (also pap), cpd w. πρεσβύτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες