Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαιοπινής, -ής, -ές [arçeopinís] (L)
- having the patina of antiquity:
- ~τύπος |
- τα αρχαιοπινή στοιχεία των νεοελληνικών διαλέκτων (syn αρχαιολογισμοί, αρχαϊσμοί) |
- συνηθισμένο φαινόμενο είναι η παρουσία πολλών νόθων γραμματικών τύπων .. πλάι .. στις αρχαιοπινείς λέξεις, που υπερπλεονάζουν (APapageorgiou)
[fr kath αρχαιοπινής ← K ἀρχαιοπινής, cpd w. AG πίνος 'patina (no bronze statues)']
- having the patina of antiquity:



