Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιοπινής
1 εγγραφή
αρχαιοπινής, -ής, -ές [arçeopinís] (L)
  • having the patina of antiquity:
    • ~τύπος |
    • τα αρχαιοπινή στοιχεία των νεοελληνικών διαλέκτων (syn αρχαιολογισμοί, αρχαϊσμοί) |
    • συνηθισμένο φαινόμενο είναι η παρουσία πολλών νόθων γραμματικών τύπων .. πλάι .. στις αρχαιοπινείς λέξεις, που υπερπλεονάζουν (APapageorgiou)

[fr kath αρχαιοπινής ← K ἀρχαιοπινής, cpd w. AG πίνος 'patina (no bronze statues)']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες