Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβωνιαστικός
1 εγγραφή
αρραβωνιαστικός [aravonjastikós] ο, (& αρρεβωνιαστικός)
  • fiancé (syn αρμαστός 1, L μνηστήρας):
    • ανεπίσημος ~ |
    • εσύ έχασες τον αρρεβωνιαστικό σου και γω τον αδερφό μου (Karkavitsas) |
    • δεν έχω καμιάν ελπίδα να με πάρει ο ~μου (Polylas) |
    • του χάρισε το φιλί σα σε άνθρωπο, που τον θεωρούσε πια αρραβωνιαστικό της (Xenop) |
    • βλέπει στο πρόσωπο του Kυρίου τον θείο αρραβωνιστικό (Kanellop) |
    • poem .. γράφουν τον καημό τους | στον άντρα τους και στον καλόν αρραβωνιαστικό τους (Zevgoli)

[fr postmed (Somavera) αρραβωνιαστικός, der of *αρραβωνιαστός (: αρραβωνιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες