Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβωνιασμένη
1 εγγραφή
αρραβωνιασμένη [aravonjazméni] η, (& αρρεβωνιασμένη)
  • affianced woman (near-syn αρραβωνιαστικιά):
    • βυθιζόταν σε σκέψεις αγάπης και ευτυχίας, απ' αυτές που κάνουν συνήθως οι αρραβωνιασμένες (Karyotakis)

[substantiv. f of αρραβωνιασμένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες