Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμοδίως
1 εγγραφή
αρμοδίως [armo∂íos] adv (L)
  • in an authorized, qualified or competent manner:
    • διερωτώμαι αν τους έχει ζητηθεί ~ |
    • η διεύθυνση των Γραμμάτων και των Kαλών Tεχνών του Yπουργείου της Παιδείας ας εισηγηθεί ό,τι πρέπει ~ (Venezis) |
    • η τοιαύτη έναντι του συστήματος συμπεριφορά των συγγραφέων ερευνάται ~ (Samarakis)

[fr kath αρμοδίως ← MG αρμοδίως ← PatrG, K ἁρμοδίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες