Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρλεκίνικος
1 εγγραφή
αρλεκίνικος, -η, -ο [arlecínikos] (L)
  • of or pertaining to a harlequin:
    • ~

[der of αρλεκίνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες