Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρίφνητος, -η, -ο [arífnitos] (L)
- innumerable, countless, untold (syn in αναρίθμητος):
- ~ |
- αρίφνητη μυρμηγκιά |
- αρίφνητο ανθρωπομάνι, κοπάδι, πλήθος |
- αρίφνητα πουλιά, σχέδια, τραγούδια, χωριά |
- αρίφνητες δυνάμεις ορατές κι αόρατες με ακολουθούν (Kazantz) |
- η βροχή βαρούσε τη γης μ' αρίφνητες σαΐτες (Prevelakis) |
- αποθησαυρίζει τον αρίφνητο πλούτο της γλώσσας του (Valetas) |
- folks. άστρα πολλά κι αρίφνητα, που φέγγετε τη νύχτα, | για πέστε της αγάπης μου πως έλειπα και ήρτα (Passow) |
- poem και να τα και τα φλάμπουρα, που αρίφνητοι δρακόντοι | σουρίζουνε στις δίπλες τους κλ (Palam) |
- εξήντα είν' οι βασίλισσες | κι ογδόντα οι παλλακές | κ' οι κοπέλες αρίφνητες (Seferis AA transl)
[fr postmed, MG αρίφνητος ← *αρίθνητος ← αρίθμητος, q.v.]
- innumerable, countless, untold (syn in αναρίθμητος):



