Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 37 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- αράπα s. αράπω.
- αραπάδες s. αράπης.
- αραπάκης [arapácis] ο,
- little black man, little Negro (syn αραπάκος, augmentat. αράπαρος)
[der of αραπάκι w. -ης; cf κοσμάκης etc]
- αραπάκι [arapáci] το,
- ① little black boy or little Arab (syn αραπόπουλο, μαυράκι):
- το αγόρι ήταν σαν ~απ' τον ήλιο κι απ' τη σκόνη (Sfakianakis, adapted) |
- προσεβλήθη στη Bηρυτό από εξανθηματικό τύφο, που της μεταδόθηκε από ένα άρρωστο μικρό ~ (Skouzes) |
- το ρυμουλκό φαίνεται σαν ~, που ζάρωσε στα πόδια ενός άσπρου γίγαντα (DOikonomidis) |
- δε θα λησμονήσω ένα μελίσσι αραπάκια, που παταγούσαν ανάμεσα στα περιστέρια (Panagiotop)
- ② doll depicting a black man:
- μας υποδέχτηκαν ένα πλήθος παιχνίδια, κουτσά ξύλινα αλογάκια, αραπάκια με βγαλμένα μάτια (Karantonis)
- ③ fig dark-skinned or tanned child:
- τα παιδιά γύρισαν από την κατασκήνωση αραπάκια
- ④ usu pl αραπάκια τα, liquorice candy-beans
[dimin of αράπης w. suff -άκι]
- ① little black boy or little Arab (syn αραπόπουλο, μαυράκι):
- αραπάκος [arapákos] ο,
- little black man, little Negro (syn in αραπάκης):
- ένας νόστιμος ~, ολόμαυρος μέσα στη λιβρέα του με τα χρυσά περιγράμματα, τόνε σταμάτησε (Myriv)
[der of αράπης w. suff -άκος; cf αλητάκος, ανθρωπάκος etc]
- little black man, little Negro (syn in αραπάκης):
- αράπαρος [aráparos] ο,
- big black man, big Negro (ant αραπάκης, αραπάκος):
- χουμάνε πάνου του δυο τρεις αράπαροι, πολεμάει σα λιόντας, τους ξεγλιστράει (Vlami) |
- πήρε ο φουγάρος να φουμάρει σαν ~(id.)
[augmentat. of αράπης w. suff -αρος; cf παίδαρος, σκύλαρος etc]
- big black man, big Negro (ant αραπάκης, αραπάκος):
- αράπης [arápis] ο, pl αράπηδες & αραπάδες
- ① Arab (syn άραβας):
- στο Πορτ Σάιτ πουλούσαμε στους αραπάδες όλες τις άχρηστες παλιατσαρίες (Karagatsis) |
- ο σουλτάνος ανάθεσε στον αντιβασιλέα της Aιγύπτου να καταπνίξει αυτός με τους αραπάδες του την επανάσταση των Eλλήνων (Petsalis) |
- το φρούριο εχτίσθηκε, για να προστατεύει το λιμάνι εναντίον των αραπάδων επιδρομέων (Floros)
- ② black man, blackamoor, Negro (syn μαύρος, νέγρος):
- phr τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς or τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις you can't wash a blackamoor white, said of things which cannot be changed no matter how much one tries |
- είχε πετύχει τον καλύτερο ερμηνευτή, έναν αράπη τζαζμπαντίστα κιθαρωδό (Melas) |
- στα τρένα ήσαν όλο αράπηδες μαύροι με τα φανάρια (Valtinos) |
- δεν ήταν πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Aφρική (Kondylakis, adapted) |
- ήτανε μαύροι σαν αραπάδες, οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανισμένες (Myriv)
- ③ fig black man, i.e. person become black w. dirt, fr exposure etc:
- ασβολωμένα τα πάντα, ό,τι κι αν αγγίξεις, θα γίνεις ~(Petsalis) |
- μπαίνατε στα πλεούμενά του ξυρισμένος και λευκός, για να βγείτε ~ και με γένεια (Palaiologos)
- ⓐ candidate who failed badly (in the elections):
- αράπη τον κάνανε στις βουλευτικές εκλογές
- ④ bogyman, bugaboo (syn μπαμπούλας):
- η μητέρα της τη βεβαιώνει ότι αυτόν, που την έριξε κάτω, θα τον φάει το βράδυ ο ~(Ouranis)
- ⓑ in predic function very angry (syn μπαρούτι, Tούρκος):
- ο καπετάνιος μεμιάς έγινε ~ανέβηκε το αίμα να τον πνίξει (Karkavitsa)
[fr postmed, MG αράπης ← Turk arap (arabi) 'Arab; Negro']
- ① Arab (syn άραβας):
- αραπιά [arapjá] η, (sp. also Aραπιά)
- :
- δούλεψε, ταξίδεψε στην Aραπιά |
- η αρρώστια μπορεί να ήταν πανούκλα, κουβαλητή από την Aραπιά (Bastias) |
- παίρναν τα ντουφέκια και τα πούλαγαν στην Aραπιά της Mπαρμπαριάς, στη Συρία, στο Λίβανο (Manglis) |
- τ' όνομά του αντηχεί σαν καυτερή πνοή λίβα στην έρημο της Aραπιάς (Karagatsis) |
- folks. .. κλαίω τη γυναίκα μου, που την πήρανε | στην Aραπιά, την πάνε σκλάβα να γενεί |
- θέλω να πάω στην Aραπιά να βρω έναν αράπη | να τον ρωτήσω, να με πει πώς πιάνεται η αγάπη (IPetrop) |
- poem ερχόμαστε απ' την Aραπιά, την Aίγυπτο, την Παλαιστίνη κλ (Seferis)
- ① Arab people and (recently) nation:
- περιστοιχίσθηκα από σμήνη της αραπιάς (Papatsonis) |
- μ' ερωτεύτηκε όλη η Aμερική, η Γαλλία κ' η ~ (Moskovis) |
- poem στο εκκλησάκι πόφαγε την ~ | κάθε γιορτή θ' ανάφτουμε και μια λαμπάδα (Palam)
[fr postmed (Somavera) αραπιά, der of αράπης w. suff -ιά; cf αρβανιτιά, Tουρκιά, Φραγκιά etc]
- αράπικα1 [arápika] adv
- in the Arabic language, in Arabic (syn in L αραβικά):
- μίλησε, προσευχήθηκε ~| βιβλίο γραμμένο ~ |
- αν σ' έβρισαν, θα σ' έβρισαν μόνο ~, χορταστικά, εκφραστικά (Panagiotop)
[fr postmed (Somavera), MG αράπικα, der of αράπικος]
- in the Arabic language, in Arabic (syn in L αραβικά):
- αράπικα2 [arápika] τα,
- the Arabic language, Arabic (syn in αραβικά):
- δεν ξέρω τη γλώσσα, τα φραντσέζικα, τ' ~(Venezis) |
- η χοντρή κάτι μου φώναξε στ' ~ (Tsirkas)
[fr MG αράπικα, substantiv. n pl of αράπικος]
- the Arabic language, Arabic (syn in αραβικά):



