Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόχυμα
1 εγγραφή
απόχυμα [apό] το,
  • ① water poured off after legumes have been brought to the boil:
    • το ~ των φασουλιών, των ρεβιθιών
  • ② human semen (syn σπέρμα)
  • ⓐ region. ejaculation of semen
  • ⓑ of fishes, spawning

[fr MG ← PatrG απόχυμα, K (also pap) απόχυμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες