Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόβρασμα [apóvrazma] το,
- vile or despicable person, scum (syn κάθαρμα, ξέβρασμα):
- ανθρώπινο, πολιτικό ~ |
- αποβράσματα της κοινωνίας, του λιμανιού |
- αποβράσματα του χουντικού υπόκοσμου ανατίναξαν τα γραφεία του KKE |
- το ~ εκείνο της κόλασης καλούσε τους Έλληνες στον τούρκικο στρατό (Petsalis)
[fr LMG (15th c.) απόβρασμα ← MG (Hesych., Alex. Trall., 6th c.), der of K, AG ἀποβράσσω (w. aor ἀπέβρασα)]
- vile or despicable person, scum (syn κάθαρμα, ξέβρασμα):



