Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστηθίζω
1 εγγραφή
αποστηθίζω [apostiθízo] ipf αποστήθιζα, aor αποστήθισα (subj αποστηθίσω), pf & plupf έχω-είχα αποστηθίσει, mediop αποστηθίζομαι, ipf αποστηθιζόμουν (L)
  • ① commit to memory, learn by heart, memorize (syn απομνημονεύω):
    • ~ την περικοπή, προκήρυξη, προσφώνηση |
    • ~ το κείμενο, μάθημα, ποίημα |
    • ό,τι διαβάζει το αποστηθίζει αμέσως |
    • είχα μεγάλη ευχαρίστηση να απαγγέλλω τις φράσεις, να τις ~ και να τις γράφω στο τετράδιό μου (Xenop) |
    • χάσαμε επί χρόνια τον καιρό μας, προσπαθώντας ν' αποστηθίσουμε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της αρχαίας (Christidis AK) |
    • αυτές τις δυο σελίδες που έπεσαν στις εξετάσεις αποστήθισε ο άλλος (Palaiologos, adapted) |
    • υπάρχουν παραδείγματα γέρων αναλφάβητων που αποστηθίζουν τριάντα και σαράντα ψαλμούς του Δαυίδ (Athanasiadis-N) |
    • η καθηγήτρια κάλεσε τις τρεις μαθήτριες να επαναλάβουν το επεισόδιο, η κάθε μια με το ρόλο της όπως τον είχε αποστηθίσει (KPapa) |
    • όχι μονάχα ο Όμηρος, αλλ' ακόμα κ' η κλασική λογοτεχνία συνήθως αποστηθίζονταν (Evelpidis)
  • ② say by heart:
    • ο Πάνος ο Φουρνιάς, αυτός που έκανε πότε-πότε τον ψάλτη, αρχίνησε ν' αποστηθίζει τον Aπόστολο (Petsalis) |
    • ο γέρο-Mπενιζέλος αποστήθισε με έμφαση τα λόγια του Σκούφου (id.)

[fr kath ἀποστηθίζω ← MG (4th c.), PatrG ἀποστηθίζω, fr phr από στήθους 'by memory']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες