Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσιωπητήρας [aposiopitíras] ο, (L)
- muffler, silencer:
- ~ μοτοσικλέτας |
- ~ πιστολιού (syn σιγαστήρας) |
- ~
[fr kath (neol) αποσιωπητήρ, der of αποσιωπώ]
- muffler, silencer:



