Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολεσθείς
1 εγγραφή
απολεσθείς, -είσα, -έν [apolesθís] (L)
  • lost (syn απολεσμένος, χαμένος):
    • phr ~ στη θάλασσα lost at sea |
    • γραφείον απολεσθέντων αντικειμένων lost and found department |
    • ο κυβερνήτης και η οικογένειά του φέρονται μεταξύ των απολεσθέντων |
    • από τα διασωθέντα έργα και από τα αποσπάσματα των απολεσθέντων φαίνεται η καταπληκτική παραγωγικότης του ανδρός (Theodorakop) |
    • πρέπει να ενισχυθεί το νευροφυτικό σύστημα του ατόμου με ξεκουραστικά κατασκευάσματα ώσπου να επανακτήσει τις απολεσθείσες δυνάμεις (Theodorakis) |
    • poem ας σπάσουμε τα κλείθρα των πυλών | ο ~ παράδεισος ν' ανοίξει (Athanas)

[fr kath απολεσθείς, aor pass pt of απολλύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες