Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθανών
2 εγγραφές [1 - 2]
αποθανών1 [apoθanón] ο, (L)
  • dead person, deceased (syn αποθαμένος1):
    • χρησιμοποιήσαμε το συγκεντρωμένο υλικό από τους αποθανόντες των τελευταίων 50 χρόνων (Poulianos, adapted) |
    • phr ο ( δεδικαίωται (από της αμαρτίας) speak no evil of the deceased (fr NT, Romans 6:7)

[fr kath ο αποθανών, substantiv. m of αποθανών aor p of αποθνήσκω]

αποθανών2, -ούσα [apoθanón] (L)
  • dead, deceased (syn αποθαμένος2):
    • η αποθανούσα βασίλισσα |
    • θα ξαναδιαβάσω την βιογραφία του ποιητή από τον εσχάτως αποθανόντα καθηγητή B. (Athanasiadis-N)

[fr kath αποθανών, aor p of αποθνήσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες