Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απισχναντικός, -ή, -ό [apisxnandikós] (L)
- effecting weight reduction (ant παχυντικός):
- απισχναντικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα |
- κάνει μασάζ με απισχναντική κρέμα
[fr kath (neol) απισχναντικός, der of απισχναίνω; cf ἰσχναντικός (AG, K) & AG (Aristotle) ἀπισχναντέον]
- effecting weight reduction (ant παχυντικός):



