Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελευθερωμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
απελευθερωμένος1 [apelefθeroménos] ο, (& απελευτερωμένος) (L)
  • freed, liberated person:
    • πώς να ξεχάσω το πάθος περασμένο από το υπέρτατο κορύφωμα του απελευτερωμένου, του αναστημένου (Papatsonis) |
    • πολλοί από τους δουλοπάροικους σημειώνονται στα κτηματολόγια ως απελευθερωμένοι (Vacalop)

[substantiv. m of απελευθερωμένος2]

απελευθερωμένος2, -η, -ο [apelefθeroménos] (& απολευτερωμένος) (L)
  • ① freed, liberated, released (syn απαλλαγμένος 1, ελευθερωμένος):
    • απελευθερωμένη περιοχή, πόλη, ύπαιθρος |
    • απελευθερωμένο έθνος, νησί |
    • ο ~ πληθυσμός της Mακεδονίας |
    • πήρε μέρος στην πολιτική διοίκηση του μόλις απελευθερωμένου τόπου (Petsalis) |
    • η ενορατική εκκλησία των μοναχών, απελευθερωμένη από τα εγκόσμια, ζει μόνο με ψαλμωδίες και προσευχές (Papantoniou) |
    • οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι έχουν ως αναγκαία επιδίωξη τη μεταβολή στις δομές της απελευθερωμένης κοινωνίας (Nestor)
  • ⓐ freed fr slavery, manumitted, emancipated (syn απελεύθερος2, χειραφετημένος):
    • η μάζα των απελευθερωμένων δούλων κρατήθηκε σε μια κατάσταση απόλυτης κοινωνικής υποτέλειας (Theotokas)
  • ⓑ liberated fr social restrictions or conventions, emancipated (syn χειραφετημένος):
    • απελευθερωμένες γυναίκες |
    • απελευθερωμένη σύγχρονη τέχνη |
    • η απελευθερωμένη αντιμετώπιση του σεξ |
    • η ύπαρξη τέτοιων δημοκρατικών κέντρων εξουσίας δημιουργεί πολίτες με απελευθερωμένη συνείδηση (Zachareas)
  • ② having shaken off, free fr or of, relieved of (syn απαλλαγμένος 2, ελεύθερος):
    • μορφές απελευθερωμένες από υλική υπόσταση |
    • ~ από έγνοιες |
    • ζωή απελευθερωμένη από περιορισμούς |
    • πνεύμα απελευθερωμένο από κάθε στοχαστικό δεσμό |
    • ~ από την καταπιεστική παρουσία του Φειδία αφήνει το καλλιτεχνικό του δαιμόνιο να πετάξει (Despinis) |
    • η παράδοση της ελληνικής παιδείας στη Σμύρνη ήταν απελευθερωμένη από πατριδοκαπηλισμό (ThFrangop)
  • ③ released:
    • η απελευθερωμένη ατομική ενέργεια |
    • με την απολευτερωμένη παραγωγική δύναμη μπορεί η κοινωνία να εξυψωθεί

[ppp of απελευθερώνω; cf kath απηλευθερωμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες