Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απήθωμα
1 εγγραφή
απήθωμα [apíθoma] το, (sp. also απίθωμα)
:
  • έμαθαν το θλιβερό τέλος του Mουντζούρη και το προσωρινό ~ του πτωμάτου στο αδειανό σπίτι (Karkavitsas)

[der of απηθώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες