Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιώνω [aksióno] ipf αξίωνα, aor αξίωσα & (Kazantz) άξιωσα (subj αξιώσω), mediop αξιώνομαι, aor αξιώθηκα (subj αξιωθώ)
- ① require, demand (syn αξιώ, απαιτώ):
- ~ το δικαίωμα εργασίας, την ελευθερία του ατόμου, την ευγνωμοσύνη των άλλων |
- ~ διάψευση, κάθαρση, κύρος και ισχύ, παραχωρήσεις, πειθαρχία |
- αξιώνουν να πληρωθούν, να περιορισθεί η βία, να γίνει επανόρθωση |
- η σημερινή πραγματικότητα αξιώνει και επιβάλλει καθήκοντα |
- αξίωσε από την κυβέρνηση να πάρει τα αναγκαία μέτρα |
- ο εχθρός αξιώνει ένα μεγάλο κομμάτι της χώρας μας |
- δεν έχω κανένα δικαίωμα ν' αξιώσω θέση μέσα στο ακριβό κοπάδι των ειδυλλιακών κύκνων (Palam) |
- το ελληνικό γενικό στρατηγείο είχε αξιώσει ανακωχή σ' όλο το μέτωπο (Terzakis) |
- μόνο σχολαστικοί μπορούν ν' αξιώσουν από ένα έργο περισσότερα από όσα το ίδιο υπόσχεται (Athanasiadis-N)
- ② have a claim, claim, assert (syn αξιώ, προβάλλω την απαίτηση, διεκδικώ):
- ο ιστορικός υλισμός αξιώνει πως αίρεται απάνω από θρησκείες, φιλοσοφίες και τέχνες |
- η φιλοσοφία αξιώνει πως είναι επιστήμη |
- με τα πορίσματα της έρευνας που έγινε με την τάδε μέθοδο δεν μπορείτε να βγάλετε τόσο γενικά συμπεράσματα όσο αξιώνετε (Lambridi) |
- άλλα επιγράμματα σταματούν στις αρετές εκείνες που κάθε σωστός "αττικός ανήρ" από γενιά αξίωνε πως τις είχε (Karouzos) |
- οποιοσδήποτε αξιώνει πως είναι δανειστής της κληρονομιάς οφείλει ν' αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτησή του (Christidis AK)
- ③ bless or grace, grant, vouchsafe:
- να σας αξιώσει ο Kύριος να ζήσετε καλά |
- ο θεός να μη σε αξιώσει να δεις τέτοιο κακό |
- να φχαριστήσουμε τον Kύριο, που μας αξίωσε να ξαναπατήσουμε τ' άγια χώματα (Petsalis) |
- τον Xριστό μου παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου για την αγάπη του (Sardelis) |
- poem γλυκιά παρθέν' αξίωσέ με | να 'ρθω και πάλι στο ναό σου (Papadiam) |
- και τώρα η μοίρα με άξιωσε να βρω την κόρη του στο χώμα (Kazantz Od 17.795)
- ⓐ pass αξιώνομαι be granted, be graced w., be allowed:
- χάρη σ' αυτή την πίστη αξιώθηκα το μέτωπό μου να το στεφανώσει ο ίδιος ο Πέτρος (Papatsonis) |
- κάποιο καλό μεγάλο θα 'κανα δίχως να το θυμούμαι και αξιώνομαι να ζω μέσα στην τρέλα ετούτη (KPolitis) |
- οι Mουσουλμάνοι λένε πως εδώ αξιώθηκε ο Προφήτης να ρίξει μια ματιά στον παράδεισο (Tsirkas) |
- poem δέεται μ' εμάς στις θεές | όλο τέτοια ν' αξιώνεται μες στη χρονιά που κυλά (Stavrou Ar)
- ④ make or consider worthy, honor:
- ο ηθοποιός αξιώθηκε μ' ένα χειροκρότημα πυκνό |
- βρισιές αξιώθηκα ν' ακούσω από το στόμα σας |
- δεν μ' αξιώνει καν απαντήσεως (Tachtsis) |
- έστεκε εκεί, έτοιμος να δώσει ό,τι του γυρεύαν, φτάνει ο τόπος του φωτός να τον αξίωνε να μείνει εκεί για πάντα (Venezis) |
- η ιδέα στην πλατωνική φιλοσοφία είναι το αγαθό εκείνο που αξιώνει και δικαιώνει τη ζωή (Theodorakop)
- ⓑ mediop be honored w., receive, get:
- αξιώθηκε παιδιά κ' εγγόνια |
- αξιώθηκε τιμές |
- δεν αξιώθηκε ούτε ένα αναμνηστικό μάρμαρο |
- ευκολίες εκδοτικές αξιώνονται μόνο "οι εν Aθήναις" (Dimaras) |
- όταν αξιώθηκες μια τέτοια γυναίκα, πρέπει να σέβεσαι την εύνοια της τύχης (Theotokas) |
- folks. και σαν μηλιά, γλυκομηλιά, ν' ανθίσεις, να καρπίσεις, | υγιούς εννιά ν' αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα (DPetrop) |
- poem τους θεούς δεν ξέχασε, στον Όλυμπο που ζούνε, | κι ο γιος μου - γιο ποτέ αν αξιώθηκα! - στο αρχοντικό του μέσα (Homer Il 24.427 Kaz-Kakr)
- ⓒ be, become or be considered worthy of sth or to do sth:
- σαράντα χρόνια, αφόντας αξιώθηκε τον κόσμο, είχε κι αυτός ριζοχωματίσει σαν το δέντρο (Prevelakis) |
- μόνο αφού ο άνθρωπος οικειωθεί τα ηθικά παραγγέλματα, γίνεται άξιος να γνωρίσει τα θεία, ν' αξιωθεί τις τελετές (Dragona-M) |
- όταν έπειτα από το θάνατο του Eυριπίδη παραστάθηκαν οι "Bάκχες" στην Aθήνα, αξιώθηκαν να πάρουν το πρώτο βραβείο (Georgoulis) |
- poem σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, | σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη (Kavafis)
- ⑤ have the fortune (luck) to, be fortunate (lucky) enough to, manage, succeed (near-syn κατορθώνω, πραγματοποιώ, πετυχαίνω):
- φέτος αξιώθηκα να επισκεφτώ την Kρήτη |
- ελπίζω κάποτε ν' αξιωθώ να ξεπληρώσω αυτό το χρέος |
- ο αγώνας δεν αξιώθηκε να μας δώσει καλά αποτελέσματα |
- αξιώθηκε να βρει ένα φτωχό δωμάτιο |
- παιδιά από τα πιο καλότυχα, γιατί αξιώθηκαν εκλεκτά ν' αγαπηθούν από εκλεκτούς (Palam) |
- αν δεν αξιωθώ να δω λευτεριά μήδε σε τούτο το σεφέρι, κάτεχέ με αποθαμένη (Prevelakis) |
- τόσα χρόνια δεν αξιωθήκαμε να δώσομε στα χέρια των παιδιών μας βιβλία της προκοπής (Papanoutsos) |
- poem φάνη στη γης μεγάλος ασκητής, και τα βουνά ροδίζουν· | χαρά στα μάτια που θα το αξιωθούν να δουν το πρόσωπό του (Kazantz Od 20.438) |
- φιλώ τα χέρια μου | που αξιώθηκαν | να σε χαϊδέψουν (Karydis)
[fr postmed, MG (9th c. AD) αξιώνω, this fr learned αξιώ (on the basis of aor αξιώσω) ← PatrG, K (also pap) ἀξιῶ ← AG]
- ① require, demand (syn αξιώ, απαιτώ):



