Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανόργωτος
1 εγγραφή
ανόργωτος, -η, -ο [anórγotos]
  • ① unploughed, unfurrowed (ant οργωμένος, ζευγαρισμένος):
    • ανόργωτο χωράφι |
    • πολλά χωράφια έμειναν ανόργωτα εφέτος |
    • ο κάμπος έμενε ~(Karagatsis) |
    • φροντίζουν τα χτήματα, που απομείναν ανόργωτα κι άσπαρτα (Panagiotop) |
    • μαύρα παχιά χώματα οργωμένα κι ανόργωτα (Sfakianakis) |
    • poem μέσα στο άδειο χωράφι, στη γης την ανόργωτη (Panagiotop) |
    • ω Θεσσαλία, κι ανόργωτη είσ' ακόμα! (Sikel) |
    • όλα τους άσπαρτα κι ανόργωτα φυτρώνουν απ' το χώμα, | στάρι, κριθάρι (Homer Od 9.109 Kaz-Kakr)
  • ② sexually untouched, not having had sexual intercourse:
    • ήταν ανόργωτη, όταν ήρθε ο Nταμολίνος. Tώρα εκείνος έκαμε την επιθυμία του κ' έπειτα την αποστράφηκε (Prevelakis) |
    • poem μες στο παλάτι σου γροικούν να κλαιν ανόργωτες οι σκλάβες, | φυράναν τα νεφρά σου, αφεντικό, ξεθύμανε η καρδιά σου (Kazantz Od 3.1181)

[fr MG *ανόργωτος, cpd w. οργωτός (: εργώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες