Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπυρετικό
2 εγγραφές [1 - 2]
αντιπυρετικό [andipiretikó] το, (L) pharm
  • remedy for fever, antipyretic:
    • όχι μόνο χρεοκόπησαν τ' αντιπυρετικά, αλλά και η λεγόμενη πυρετοθεραπεία κατακτά ολοένα έδαφος (Katsigra)

[substantiv. n of αντιπυρετικός]

αντιπυρετικός, -ή, -ό [andipiretikós] (L) pharm
  • reducing fever, antipyretic:
    • αντιπυρετικό φάρμακο

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπυρετικός, cpd w. πυρετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες