Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπληρώνω
1 εγγραφή
αντιπληρώνω [andipliróno] aor subj αντιπληρώσω, pass αντιπληρώνομαι, aor subj αντιπληρωθώ
  • pay back, return good or evil, retribute, requite:
    • δεν ήξεραν από τη χαρά τους με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν το γέροντα (Karkavitsas) |
    • πίστευε πως θ' αντιπληρωθεί πλουσιοπάροχα στην άλλη ζωή (Terzakis) |
    • η νίκη του θεού θ' αντιπλήρωνε για την αδικία και θα γιάτρευε όλες τις πληγές (id.)

[cpd w. πληρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες