Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπαχυντικός, -ή, -ό [andipa indikós] (L)
- promoting weight loss, (weight) reducing:
- αντιπαχυντική δίαιτα
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαχυντικός, cpd w. παχυντικός]
- promoting weight loss, (weight) reducing:



