Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιηλιακός, -ή, -ό [andiiliakós]
- protecting fr harmful rays of the sun:
- αντιηλιακή κρέμα |
- αντιηλιακό παρασκεύασμα, προϊόν |
- μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί ένα αντιηλιακό λάδι ή έστω και αμυγδαλόλαδο (Ladas)
[fr kath (neol) αντιηλιακός, cpd w. Ηλιακός]
- protecting fr harmful rays of the sun:



