Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντενεργών, -ούσα [andenerγón] (L)
- counteracting, acting against:
- οι δύο φορείς της εθνικής ισχύος ευρίσκοντο σε θέση αλληλοϋποβλεπομένων και αντενεργούντων εναντίον αλλήλων (Roussos, adapted)
[fr kath prp of αντενεργώ]
- counteracting, acting against:



