Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντενεργών
1 εγγραφή
αντενεργών, -ούσα [andenerγón] (L)
  • counteracting, acting against:
    • οι δύο φορείς της εθνικής ισχύος ευρίσκοντο σε θέση αλληλοϋποβλεπομένων και αντενεργούντων εναντίον αλλήλων (Roussos, adapted)

[fr kath prp of αντενεργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες