Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταγωνισμός [andaγonizmós] ο, (L)
- ① competition, rivalry, antagonism (syn συναγωνισμός):
- αθέμιτος, απεριόριστος, εμπορικός, οικονομικός, ευγενής, μεγάλος ~ |
- είναι σε ανταγωνισμό με κάποιον is in rivalry w. someone |
- ο ~ των επιχειρήσεων |
- ~ των συμφερόντων (Sachinis) |
- κοινωνικοί, πολιτικοί ανταγωνισμοί |
- ο ~ πολιτικών παρατάξεων |
- ο ~ ανάμεσα στα κράτη |
- θρησκευτικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί |
- υπερβολικοί ανταγωνισμοί φέρνουν ολέθριες συνέπειες για τους λαούς |
- ~ του κινηματογράφου και της τηλεόρασης |
- δημιουργείται ~ του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης δράσης και καρπός του είναι ο πολιτισμός (Evelpidis) |
- ο ~ της επιστήμης με την τέχνη (ποια έχει τη δύναμη να μορφώσει τον άνθρωπο) είναι ακριβώς στα χρόνια του Θουκυδίδη πολύ δυνατός (Kakridis) |
- είναι η ισόρροπη φύση του χρυσού μέτρου, όπου όλα συγκλίνουν χωρίς αντινομία, χωρίς ανταγωνισμό σε μιαν παναρμονική συγχορδία (Tsatsos) |
- πρέπει να κάμουμε ό,τι μπορούμε για να λείψει ο πόλεμος και ο ~ ανάμεσα στα δύο φύλα (KPapa)
- ② biol mutual opposition between muscles, drugs, diseases etc antagonism:
- ~ φαρμάκου
[fr kath (neol Koumanoudis) ανταγωνισμός, der of ανταγωνίζομαι; cf K διαγωνισμός (διαγωνίζομαι), PatrG συναγωνισμός (συναγωνίζομαι) and ἀνταγώνισμα (LK: Clemens Alex. ante 215])]
- ① competition, rivalry, antagonism (syn συναγωνισμός):



