Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάμα
1 εγγραφή
αντάμα [andáma] adv(& rare εντάμα) (D)
  • together (syn μαζί):
    • είμαστε ~ |
    • έρχομαι, πηγαίνω ~ |
    • τρώμε, πίνουμε και τραγουδούμε ~ |
    • prov phr ~κουβεντιάζουμε και χώρια ακούμε (of faculty communication) |
    • ήταν όλοι μαζεμένοι ~ |
    • πήγαμε ~ εις το Σάλωνα (Makryg) |
    • όλη η Pωμιοσύνη σηκώθηκε εντάμα με τους Bενετούς να διώξει τον Tούρκο (Petsalis) |
    • στην ποτίστρα κατεβαίναν οι αγγέλοι χαράματα σπερώματα να δροσιστούν ~με τις πέρδικες (Prevelakis) |
    • αχ, τα καημένα κλαίγανε όλα ~ και φωνάζανε "μάνα μου, πατέρα μου" (Rotas) |
    • η τυχόν έλλειψη της πνευματικής ελευθερίας προκαλεί τη στασιμότητα κι ~ την παρακμή (Evelpidis) |
    • folks. Kατσίγιαννος τα χάρηκε με τον Bίβα ~. | ~τρων και πίνουνε, ~ χαιρετιούνται (DPetrop) |
    • poem θυμούμαι που εκαθόμαστε ~ εκεί στη βρύση (Solom) |
    • γι' αυτούς όλους το παν είναι | μαζωμένο ~ εκεί (id.) |
    • πικρά ~ εβγαίνανε | τα δάκρυα με τα λόγια (id.)

[fr MG αντάμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες