Greek-English Dictionary (Georgakas)
10 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανοιχτός, -ή, -ό [anixtós] (& ανοικτός)
- ① not shut, not closed, unlocked, open (syn ανοιγμένος, ant άνοιχτος 1, κλειστός):
- ανοιχτό παράθυρο |
- άφησε το σπίτι ανοιχτό |
- ανοιχτό κατάστημα (μαγαζί) |
- ανοιχτό μπουκάλι |
- ανοιχτή ομπρέλα |
- βιβλίο ανοιχτό |
- ανοιχτό γράμμα |
- ανοιχτή επιστολή |
- ανοιχτά μάτια |
- κοιμάται με ανοιχτό το στόμα |
- το κεφάλι του είναι ανοιχτό (laid open, split) |
- | Phrases |
- έμεινε με το στόμα ανοιχτό or μ' ανοιχτό το στόμα stood aghast or agape, was flabbergasted, stunned, amazed, thunderstruck (syn έμεινε εμβρόντητος) |
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά as long as I live |
- κρατεί or έχει τα μάτια του ανοιχτά is careful |
- αν έχεις τύχη, όλες οι πόρτες σου είναι ανοιχτές you have access to all opportunities
- ⓐ sci t. (gun, electr etc) open:
- ανοιχτή καμπύλη flat curve |
- ανοιχτό κύκλωμα open circuit |
- ανοιχτή σκόπευση open sight
- ② uncovered, open (syn ξεσκέπαστος, ξέσκεπος, L ακάλυπτος, ant σκεπασμένος, κλειστός):
- δύο-τρία αμάξια ανοιχτά |
- γύρω από τον ανοιχτό τάφο του Παλαμά |
- ανοιχτό μνήμα, ~λάκκος |
- ~ βόθρος αποβλήτων |
- folks. βρίσκει τον κόρφο ανοιχτό, τ' αχείλι φιλημένο (DPetrop) |
- poem είναι τα μνήματ' ανοιχτά, | βάστα με μη μου πέσεις (Valaor)
- ⓑ unhealed, uncicatrized, open:
- ανοιχτά τραύματα |
- είναι άρρωστος μ' ανοιχτή σύφιλη (Tsirkas) |
- ανοιχτή πληγή open wound, also fig continuing irritant |
- το πρόβλημα της διατηρήσεως της Mεσσηνίας έμεινε για πάντα ανοικτή πληγή για τη Σπάρτη (Christou)
- ③ unblocked, unimpeded, unrestricted, free for passage, open:
- ο δρόμος είναι ~ κι όπου θέλεις πήγαινε (to s.o. threatening to bring a lawsuit or to do sth else) |
- ο δρόμος της επιτυχίας είναι ~ |
- όλοι οι δρόμοι της οικονομικής κλ πορείας πρέπει να είναι βατοί και ανοιχτοί σε όλους τους πολίτες (Papanoutsos) |
- ανοιχτή συνεργασία unimpeded cooperation |
- ανοιχτή αλιεία unrestricted fishing |
- folks. να βρεις τις στράτες ανοιχτές και τα θεριά κλεισμένα (Dimitrakos)
- ⓒ not restricted as to entry, welcoming outsiders or foreigners (near-syn φιλόξενος):
- ανοιχτό λιμάνι |
- την πόλη μας την κρατούμε ανοιχτή σε όλους (Pericles Epit transl of Kakridis) |
- τότες η Pουσία ήταν ανοιχτή και 'ρχόντουσαν τα τάλαρα και χτίζαμε σπίτια δίπατα και τρίπατα (Manglis) |
- ανοιχτό σπίτι open (sc hospitable) house |
- κρατώ ανοιχτό σπίτι keep open house
- ⓓ unfilled, vacant, open (syn κενός, ant κλεισμένος):
- δεν υπάρχει ανοιχτή θέση (syn κενή θέση in theater etc) |
- ανοιχτό μέρος (δάσους) clearing (in a forest) (syn ξαίθρα, ξέφωτο)
- ④ wide open, broad, extensive (syn L ευρύς, απλωτός 1, ant κλειστός):
- αγγείο με κάθετο και αρκετά ανοιχτό λαιμό (wide neck) |
- ~ τόπος, χώρος |
- ανοιχτό μέρος, χωριό |
- ανοιχτό διάστημα |
- ~ ορίζων (L) or ορίζοντας wide-open horizon |
- βλέπει τον ανοιχτόν ορίζοντα |
- ~ κάμπος |
- μια πεδιάδα ανοιχτή |
- τα πιο ανοιχτά μέρη του πάρκου |
- ανοιχτή θάλασσα open sea, high seas (syn [ανοιχτό] πέλαγος, ant κλειστή θάλασσα) |
- ανοιχτοί ωκεανοί |
- ο άνθρωπος ταλαιπωρήθηκε χιλιάδες χρόνια, για να ξεφύγει την ανοιχτή φύση (Panagiotop)
- ⓔ phr ανοικτός or ~ ορίζων, also fig freedom (of thought, for movement, action, advancement) (syn ευρύς or πλατύς ορίζων fig):
- πνευματικός άνθρωπος με ανοιχτούς ορίζοντες (Palaiologos) |
- ο πάπας Πίος ο 12ος είναι πνεύμα με ανοιχτούς ορίζοντες (ThAthanasiadis-N) |
- βρέθηκε σ' ένα κέντρο φιλικό με ανοικτούς πολιτικούς και πνευματικούς ορίζοντες (Vacalop)
- ⑤ spread, unfurled, flying (synL αναπεπταμένος, ant διπλωμένος):
- με ανοιχτά πανιά w. outspread sails |
- καράβι με ανοιχτά πανιά a boat w. the sails set |
- τα καΐκια με τ' ανοιχτά πανιά (Myriv) |
- με τ' άρμενα ανοιχτά χυμάει το εφτάψυχο καράβι (Malainos)
- ⓕ flowering, open:
- ανοιχτό τριαντάφυλλο, ρόδο
- ⓖ extended, spread, held out, open:
- ένα πουλί είχε ανοιχτές τις φτερούγες του (Myriv) |
- poem .. ένα πουλάκι απάνω | να περιμένει ερωτικά το ταίρι του όλο χάρη | που φτάνει με ανοιχτά φτερά, ως να πετάει ακόμα (Zevgoli-G) |
- έχει ανοιχτά τα χέρια |
- ανοιχτή παλάμη (χούφτα) open palm |
- ανοιχτή αγκαλιά |
- με ανοιχτές αγκάλες w. outstretched (open) arms, open-armed |
- τον υποδέχτηκαν με ανοικτάς αγκάλας (L) |
- μας περιμένουν με ανοιχτές αγκαλιές |
- κολυμπούσε με ανοιχτές χεριές προς την ακρογιαλιά (KPolitis)
- ⓗ apart, spread, straddling:
- ανοιχτά πόδια, σκέλη |
- με ανοιχτά πόδια astride |
- στέκομαι με ανοιχτά πόδια |
- καθισμένος στο κατώφλι με ανοιχτά τα σκέλη
- ⓘ made w. the legs wide apart, straddling:
- με το ανοιχτό βήμα των ναυτικών (DKokkinos) |
- μια γυναίκα με ανοιχτό βάδισμα (KAsimakop) |
- κατέβαινε την πλαγιά με ανοιχτές δρασκελιές (KPolitis)
- ⓙ low-cut, open-neck, open (ant κλειστός):
- ανοιχτό φόρεμα dress w. low-cut neckline, décolleté dress (syn ντεκολτέ, ant κλειστό φόρεμα) |
- ανοιχτό πουκάμισο open-neck shirt |
- το γελέκο είναι πολύ ανοιχτό στο στήθος the waistcoat is too low-cut
- ⑥ not terminated, undecided, unsolved, open:
- η συζήτηση είναι ανοιχτή |
- ανοιχτές συζητήσεις, συνομιλίες |
- πολλές απορίες έμειναν ανοιχτές |
- αφήνω το θέμα ανοιχτό leave the matter undecided, open (Theodorakop) |
- το ζήτημα, το πρόβλημα μένει ανοιχτό |
- τα ανοικτά προβλήματα της γνώσης (Theodorakop) |
- ο Πλάτων αποκρίθηκε στα ερωτήματα, που έθεσε αλλά άφησε ανοιχτά ο Σωκράτης (id.)
- ⑦ unconcealed, open (syn φανερός):
- ανοιχτή αναμέτρηση |
- ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη σε ανοιχτή σύγκρουση |
- δεν ήρθε σ' ανοιχτή αντιδικία με τον X. |
- ~ πόλεμος open hostilities |
- του κάνω ανοιχτό πόλεμο wage open warfare on him |
- του 'καμα μεγάλη ανοιχτή επίθεση στην εφημερίδα (Melas) |
- ο χριστιανισμός βρέθηκε σε ανοιχτή πάλη με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο (Tatakis) |
- οι κινηματογραφιστές αποτόλμησαν ανοιχτές διαμαρτυρίες |
- τα σχέδια ανοιχτού ή καμουφλαρισμένου τεμαχισμού της Kύπρου (Christidis) |
- ήρθαν τα ειρωνικά σχόλια και σε λίγο η ανοιχτή κοροϊδία (MVarvoglis) |
- η περιφρόνηση πήρε τις διαστάσεις ανοιχτής πρόκλησης προς το δημόσιο αίσθημα (Psathas) |
- ανοιχτή δικτατορία |
- phr παίζω ανοιχτό παιγνίδι or μ' ανοιχτά χαρτιά I don't hide my aims, don't cheat, am above-board; tell my thoughts straight- forwardly, am frank
- ⓚ unreserved, frank, blunt, shocking:
- ο ~του λόγος |
- ανοιχτή κολακεία unabashed flattery |
- ανοιχτά πειράγματα |
- βάζει στα μυθιστορήματά του ανοιχτές, άσεμνες σκηνές |
- τα κορίτσια βάλθηκαν να τραγουδάνε τα πιο ανοιχτά και γαργαλιστικά τραγούδια τους (Melas) |
- τον κατηγόρησαν για τις ανοιχτές εκφράσεις του (Charis)
- ⑧ understanding, responsive, open:
- έχει ανοιχτή καρδιά is affable or sincere |
- poem τον οργωτή του νοσταλγώ, που με καρδιά ανοιχτή | το αλέτρι του ετοιμάζει (Skipis)
- ⓛ openhearted, goodhumored, genial, affable (syn ανοιχτόκαρδος 2, ευπροσήγορος):
- ~άνθρωπος (syn άνθρωπος με ανοιχτή καρδιά, ανοιχτόκαρδος άνθρωπος) |
- σάτιρες που προδίδουν ψυχή ανοιχτή (Melas)
- ⓜ openhanded, generous (syn γενναιόδωρος L, ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, κουβαρντάς, ant σφιχτός, σφιχτοχέρης):
- είναι ~μάλιστα πολύ ~ |
- είναι πολύ ~ στα έξοδα
- ⓝ receptive, open:
- ανοιχτό μυαλό catholic mind (syn ευρύ πνεύμα, πλατύ μυαλό) |
- τα ανοιχτά πνεύματα |
- ζεστή καρδιά και νους ~(Panagiotop) |
- η ανθρωπιστική παιδεία είναι πάντα προσφιλής στις ανοιχτές διάνοιες (id.) |
- ο ποιητής .. ~ στους ανέμους που φυσούσαν από παντού (id.) |
- ο ιστορικός .. ~ σ' όλες τις ανθρώπινες αξίες (Evelpidis) |
- ~ στοχασμός |
- καιροί πιο ανοιχτοί στη δημιουργική ενέργεια του ανθρώπου από κάθε άλλην εποχή (Papanoutsos) |
- η πολιτεία έχει συμφέρον ν' αφήσει το σχολείο ανοιχτό σε όλα τα ρεύματα ιδεών (id.) |
- η πιο ανοιχτή ψυχή μπροστά στο γεγονός της ζωής (Mangakis) |
- είναι πιο ανοιχτοί στο διάλογο που τους προτείνει (AXydis) |
- η Eυρώπη είναι ανοιχτή, γιατί δεν φοβάται κατ' ουσίαν τίποτε (Theodorakop)
- ⑨ available for use, current, open (of an account in bank or commercial firm):
- ~λογαριασμός current account (syn τρεχούμενος λογαριασμός)
- ⓞ unpaid (syn ανεξόφλητος, απλήρωτος):
- θα τους εξοφλήσω τους ανοιχτούς λογαριασμούς μέχρι λεπτού (Palam) |
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με κάποιον have an account to settle w. someone
- ⓟ act. not having paid, owing money, in debt, indebted (syn οφειλέτης [used as adj], near-syn ελλειμματίας [adjectively]):
- βρέθηκα or έμεινα ~ |
- είμαι ~ (syn έχω άνοιγμα) |
- είμαι χίλιες λίρες ~ |
- είμαι ~ ένα εκατομμύριο δραχμές
- ⓠ not named, unspecified, open:
- οι αποδείξεις μ' ανοιχτό το ποσόν είναι ενυπόγραφες
- ⓡ having automatic coverage w. actual value unspecified, open:
- ανοιχτή ασφάλεια open coverage |
- ανοιχτό ασφαλιστήριο open policy
- ⑩ light-colored, light (syn ανοιχτόχρωμος, ant βαθύχρωμος):
- προτιμάει να φορεί ανοιχτά φορέματα |
- σκοτεινή διακόσμηση πάνω σε ανοικτό βάθος (Platon)
- ⓢ light, pale, of color (ant βαθύς, σκούρος):
- ~χρωματισμός |
- ανοιχτό χρώμα |
- η ανοιχτότερη απόχρωση the lighter shade |
- χρησιμοποιεί ανοιχτά χρώματα σε τόνους φωτεινότερους (Tsigaridas) |
- να προτιμάτε τ' ανοιχτά χρώματα (Evelpidis) |
- ένα τόνο ανοιχτότερη από το σάρκωμα (Pallas) |
- poem πάλι με την άνοιξη | φόρεσε χρώματα ανοιχτά (sc το καλοκαίρι) (Seferis) |
- | ανοιχτό καστανό χρώμα or καστανό ανοιχτό light-brown |
- μαλλιά καστανά ανοιχτά |
- ανοιχτά καστανά μάτια hazel eyes |
- ανοιχτό κίτρινο light-yellow, pale-yellow |
- ξανθό ανοιχτό χρώμα light-blond |
- ανοιχτό πλατύ πορτοκαλί (Evangelidis) |
- χρώμα ερυθρό ανοιχτό (DILazaridis) |
- ανοιχτό κόκκινο or κόκκινο ανοιχτό light-red, pale-red |
- καστανό ανοιχτό κόκκινο, καστανό ανοιχτό κοκκινωπό light-reddish brown |
- χρώμα ανοιχτό ροζ or ροζ ανοιχτό pale-pink, light-pink |
- ανοιχτό μοβ light-purple, lilac |
- χρώμα ανοιχτό γαλάζιο or ανοιχτό μπλε light- blue, sky-blue (syn ουρανί) |
- χαρτί ανοικτό μπλε (Petsalis) |
- μπλε ανοιχτή στολή (Tsirkas) |
- ανοικτό πράσινο χρώμα light-green color, ανοιχτό πράσινο (MChatzidakis) (syn ανοιχτοπράσινο, ant βαθύ πράσινο) ο ουρανός είναι πράσινος ~, θάλασσα πράσινη ανοιχτή και πράσινη σκούρα |
- γκρι ανοιχτό παντελόνι, η γκρίζα ανοιχτή φορεσιά |
- ανοιχτό μαύρο faded black
[fr MG ανοιχτός / ανοικτός (mod. Cypr. αννοικτός) ← LK ἀνοικτός (2nd c. AD)]
- ① not shut, not closed, unlocked, open (syn ανοιγμένος, ant άνοιχτος 1, κλειστός):
- άνοιχτος, -η, -ο [ánixtos] region. & lit
- not opened, not open, unopened (ant ανοιχτός):
- άνοιχτο παράθυρο, βαρέλι, κουτί |
- άνοιχτη πόρτα |
- άνοιχτο γράμμα |
- όσα μπαμπάκια απόμειναν είναι με καρύδια άνοιχτα και πρέπει να μαζευτούν και να ανοιχτούν μέσα σε φούρνο (Saliveros Kazamias 1973) |
- το σπλάχνο σου γίνεται δροσερό δροσερό σαν τη χλωρή καρδιά του άνοιχτου ακόμα μπανανόφυλλου (Kazantz) |
- poem καινούργια γης, καινούργιος ουρανός, άνοιχτο ρόδο ο χάρος (id. Od 14.1398)
[fr ανοιχτός w. privative sense through shift of the accent fr oxytone to proparoxytone άνοιχτος; cf dial ανάνοιχτος]
- not opened, not open, unopened (ant ανοιχτός):
- ανοιχτοσκέλης, -α, -ικο [anixtoscélis]
- w. open legs, w. legs spread, straddling:
- περπατούσε ~σα θαλασσινός, για να μην τονε ρίξει κάτω το σκαμπανέβασμα που 'κανε η αυλή (Prevelakis) |
- στάθηκε ~και με τανυσμένα μπράτσα, σα να τον σταυρώσανε στο άνοιγμα της πόρτας (Foteinos) |
- poem .. τους νιους που με σφιχτή, δαχτυλιδένια μέση | χρουσά ρονιά σε ανοιχτοσκέλα παν θεά διχαλοβύζα (Kazantz Od 7.385) |
- παχιά θεά ..| στ' ανάτρουλα τραπέζια τα φαγιά θρονιούσε ανοιχτοσκέλα (ib 8.129)
[cpd of ανοιχτά σκέλη; cf ανοιχτοστήθα fr ανοιχτά στήθη and kath ανοικτοσκελής (Koumanoudis)]
- w. open legs, w. legs spread, straddling:
- ανοιχτοσπίτης, -ισσα [anixtospítis]
- keeping one's home open to people, hospitable (syn φιλόξενος):
- poem τη χέρα του άπλωσε, χαιρέτησε το γέρο ανοιχτοσπίτη (Kazantz Od 9.669)
[cpd of ανοιχτό σπίτι]
- keeping one's home open to people, hospitable (syn φιλόξενος):
- ανοιχτοστήθα [anixtostíθa] f adj
- bare-breasted:
- πέρασαν από τα μάτια μου οι εξαίσιες τοιχογραφίες - μάτια μεγάλα, μυγδαλάτα, μαύρες πλεξούδες κυματιστές, βαριές κυράδες ανοιχτοστήθες, με χοντρά φιλήδονα χείλια (Kazantz)
[f of *ανοιχτοστήθης (: ανοιχτά στήθη)]
- bare-breasted:
- ανοιχτόστηθος, -η, -ο [anixtóstiθos]
- ① bare-chested, bare-breasted
- ② broadchested (syn L ευρύστερνος):
- ήταν ψηλός κι ~(Alithersis) |
- song άντρακλας ~κι ανοιχτοκουταλάτος
[cpd of ανοιχτό στήθος; cf χρυσοκουμπόστηθος]
- ανοιχτοστόματος, -η, -ο [anixtostómatos] s. ανοιχτόστομος 2
- :
- γέλιο ανοιχτοστόματο
[cpd w. στόμα]
- ανοιχτοστομιά [anixtostomjá] η,
- open or straightforward, unreserved or shameless talking:
- δεν έχασε ποτέ την πιπεράτη ~του. Eδώ κ' εκατό και περισσότερα χρόνια τον εθεωρούσαν αισχρότατο θέαμα (Panagiotop) |
- ο Bοκκάκιος και ο θείος Aρετίνος με την έξοχη υφή του λόγου τους και με την ~ τους μας προσφέρουν το πρόσωπο της Aναγέννησης κατά τον παραστατικότερο τρόπο (id.) |
- αυτός ο απερίγραπτος κυνικός είναι ικανός να θανατώσει με την ~ του όλες τις γενιές των σεμνότυφων (id.)
[der of ανοιχτόστομος]
- open or straightforward, unreserved or shameless talking:
- ανοιχτόστομος, -η, -ο [anixtóstomos]
- ① talking freely, openly, frankly, unreservedly (even shamelessly):
- οι ανεκδοτολόγοι των κοσμικών συγκεντρώσεων όσο πιο ανοιχτόστομοι τόσο και πιο περιζήτητοι είναι (Panagiotop) |
- η Σμαραγδή ήταν από άλλο κόσμο φερμένη, ανοιχτόστομη κι ασυλλόγιστη χωρατατζού και θεοσεβούμενη ανάμεσα στ' άλλα (id.)
- ⓐ straightforward, sincere (syn ειλικρινής, ίσιος):
- ο Aχιλλέας .. ~| όπως όλοι οι φυσικοί άνθρωποι, παρορμητικός (id.) |
- ο ~ και φλύαρος κ' ευρέθιστος πολεμιστής (ο Aχιλλέας) (id.) |
- poem η Φήμη όλο ανοιχτόστομη μ' ανέβασε ως εδώ (Palam)
- ② unreserved, coarse, foul, vulgar, shameless, indecent:
- τ' αγόρια λέγανε ένα σωρό αστεία, πολύ ανοιχτόστομα, στα κορίτσια (id.) |
- η ανοιχτόστομη ως τη χυδαιότητα κάποτε σεξουαλική κουβέντα (Karantonis) |
- τα επιγράμματα τα ερωτικά και συχνά τ' ανοιχτόστομα της Παλατίνης Aνθολογίας (Panagiotop) |
- κάμαρες με τις πρόστυχες χρωμολιθογραφίες στους τοίχους και στολισμένες με τα καλέσματα τ' ανοιχτόστομα και τα γέλια των νεκρών (Panagiotop)
[cpd of ανοιχτός & στόμα; cf adjs in -στομος]
- ① talking freely, openly, frankly, unreservedly (even shamelessly):
- ανοιχτοσύνη [anixtosíni] η,
- ① openness, open place, space w. a wide horizon (syn ανοιχτωσιά):
- η ~της θάλασσας, του πελάγους, του κάμπου |
- εδώ είναι ~ για να βλέπει κανείς |
- η ~ του οικοδομημένου χώρου, των ανακτόρων |
- έκαμε μια αντικραυγαλέα κατασκευή .. προσέχοντας το ύψος, δίνοντας ~ και άνεση κλ (Panagiotop) |
- ο ποιητής δεν χάρηκε τη φύση, την ~ και τον απέραντο ουρανό, τη θάλασσα, την πρασινάδα και την ψηλή κορφή (Chourmouzios) |
- poem δώστε μου πια τη γαλανή φυγή σας, | τις Λίμνες της ανοιχτοσύνης (RApostolidis) |
- γύρω τριγύρω του παράθυρα | κ' ύψος πολύ κι ανοιχτοσύνης κάμποι, δέντρα και πέρα η θάλασσα (Iro Lampiri)
- ⓐ open, cloudless, clear sky, good weather (syn αιθρία 1, ευδία, καλός καιρός)
- ⓑ fig breadth, clarity:
- η Aναγέννηση ελευθεριάζει, ξανασκύβει στα κλασικά κείμενα, για να γευθεί και να πραγματοποιήσει και για δικό της λογαριασμό την ~του στοχασμού που δεν γνωρίζει φραγμούς (Panagiotop) |
- το πάθος του Σολωμού, ο ενθουσιασμός του, η ορθοφροσύνη του, η ~ του επιβάλλονται (id.)
- ② straightforwardness, sincerity (syn ειλικρίνεια):
- ποτέ δε μου άνοιξαν την καρδιά τους με κείνη τη γλυκιά ~των εφηβικών χρόνων (Glezos)
- ③ openhandedness, generosity (syn γενναιοδωρία)
- ④ uninhibited behavior, looseness, wantonness (syn L ελευθεριότητα)
[der of ανοιχτός]
- ① openness, open place, space w. a wide horizon (syn ανοιχτωσιά):