Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπομορφικά
1 εγγραφή
ανθρωπομορφικά [anθropomorfiká] adv(L)
  • anthropomorphically:
    • σκέφτεται τον κόσμο ~ |
    • η επιστήμη βλέπει το σχετικό με όραση ~ λογική (Tatakis) |
    • ο ανιμισμός φαντάζεται τον κόσμο ~ (Theodoridis) |
    • η αγία Tριάδα αποδίδεται στην χριστιανική εικονογραφία ~ (Mitakis)

[der of ανθρωπομορφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες