Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθεκτικός
1 εγγραφή
ανθεκτικός, -ή, -ό [anθektikós] (L)
  • durable, enduring, lasting, resistant, resisting:
    • ανθεκτική γενιά, γλώσσα, θρησκεία, ιδέα, φυλή |
    • ανθεκτικό μυαλό |
    • ανθεκτικό δέντρο, περίβλημα, στοιχείο, υλικό |
    • ανθεκτικά νεύρα |
    • άνθρωποι ανθεκτικοί σε άσχημες καιρικές συνθήκες |
    • το κράμα του χαλκού με τον κασσίτερο είναι πολύ ανθεκτικό (NPlaton) |
    • οι γεωργοί άρχισαν να καλλιεργούν άλλα είδη φυτών ανθεκτικότερα στον παγετό (KPikros, adapted) |
    • η ηλικία, το βασανισμένο, κι όμως ανθεκτικότατο, κορμί του κλ έκαμαν το Mιχαήλ Άγγελο ν' αρνηθεί προσκλήσεις και παραγγελίες άλλων ισχυρών της γης, εκτός των παπών (Kanellop) |
    • ακόμη και τα πιο ανθεκτικά έργα δεν έχουν παρά μερικά θρύψαλα αιωνιότητας μέσα τους (Panagiotop) |
    • η λογοτεχνική κριτική πρέπει να στρέφεται προς τα έργα που αντέχουν στο χρόνο και προς τις αρετές που τα καταστήσανε έτσι ανθεκτικά (Tsatsos) |
    • η αμοραλιστική πανουργία του Oδυσσέα αποδείχτηκε ο πιο ισχυρός και ο πιο ~ σπόρος της προσωπικότητάς του (Maronitis) |
    • οι θρησκευτικές, οι θεωρητικές κ' οι αισθητικές αξίες είναι πιο ανεξάρτητες, πιο σταθερές, πιο ανθεκτικές στο πέρασμα του καιρού από τις οικονομικές (Evelpidis)

[fr kath ανθεκτικός ← LK (Epictetus +), der of *ἀνθεκτός (: αντέχω; cf AG καθεκτός, μεθεκτός, ἀνθεκτέον) w. suff -ικός as in καθεκτικός, μεθεκτικός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες