Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμόσουπα [anemósupa] η,
- soup made of bread and water:
- στην τράπεζα μάζωνε ο χειμώνας κ' η ~ τους καλόγερους (Prevelakis) |
- δεν τους δίνανε παρά μιαν ~, χαρούπια και βελάνια (id.)
[fr LMG ανεμόσουπα (Somavera), cpd of MG άνεμος & σούπα]
- soup made of bread and water:



