Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόσουπα
1 εγγραφή
ανεμόσουπα [anemósupa] η,
  • soup made of bread and water:
    • στην τράπεζα μάζωνε ο χειμώνας κ' η ~ τους καλόγερους (Prevelakis) |
    • δεν τους δίνανε παρά μιαν ~, χαρούπια και βελάνια (id.)

[fr LMG ανεμόσουπα (Somavera), cpd of MG άνεμος & σούπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες