Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμβολίαστος
1 εγγραφή
ανεμβολίαστος, -η, -ο [anemvolíastos] (L) med
  • unvaccinated (ant L εμβολιασμένος)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες