Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεκτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
ανεκτικός1 [anektikós] ο, (& ανεχτικός) (L)
  • tolerant, patient person:
    • συγγραφείς που ζημιώνουν τη γλώσσα προκαλούν την αντίδραση και των πιο ανεκτικών |
    • υπάρχουν και τρίτοι από τους πιο ανεκτικούς ίσαμε τους εραστές του απολύτου (Panagiotop)

[substantiv. m of ανεκτικός2]

ανεκτικός2, -ή, -ό [anektikós] (& ανεχτικός) (L)
  • tolerant, forbearing:
    • μη ~ intolerant |
    • ανεκτική άποψη, συζήτηση |
    • κοινωνία αρκετά ανεκτική |
    • κανένας άλλος λαός δεν είναι πιο ~ από το ρουμανικό (Ouranis) |
    • ο Pονσάρ μέσα του ήταν ~, ανεξίθρησκος (Kanellop) |
    • παρουσία ενός πνεύματος ανεκτικού και καλόβολου (Chatzinis) |
    • ο Ψαρίς τον κλότσησε μια μέρα κι αυτός ο τόσο ήσυχος κι ανεχτικός (KChatzop) |
    • | w. απέναντι + gen or απέναντι σε |
    • είμαι πολύ ~ απέναντί του |
    • είμαστε όλοι ανεκτικοί, επιεικείς, ευγενείς απέναντι στην εντιμότητα (Papanoutsos) |
    • οι σουλτάνοι δείχνονταν ανεκτικοί απέναντι των απίστων (Vacalop) |
    • η Iνδονησία έμεινε ανεξίθρησκη και ανεκτική στις ξένες λατρείες (Evelpidis) |
    • κάτω από τον Tαΰγετο, λ.χ., δε θα βρεις, ανθρώπους .. ανεκτικούς στην προσβολή (Charis) |
    • το αυστηρό καθεστώς ζωής των επιλέκτων πολιτών είναι κάπως ανεκτικό για τις ανθρώπινες αδυναμίες (Despotop)

[fr kath ανεκτικός ← K ἀνεκτικός, der of K, AG ἀνεκτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες