Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλογιζόμενος, -η, -ο [analoyizómenos] (L)
- recalling, thinking of:
- ~ ο A. τις συνέπειες πήρε την απόφασή του |
- μ' έπιασε τρομάρα, αναλογιζόμενη το τι θα είχα να αντιμετωπίσω
[prp of αναλογίζομαι]
- recalling, thinking of:



