Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακουφιστήριο [anakufistírio] το, rare
- ① toilet, lavatory, water closet (syn αποχωρητήριο)
- ② urinal (syn ουρητήριο)
[fr kath ανακουφιστήριον, neol (Koumanoudis), der of ανακουφίζω]



