Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέκδοτο
10 εγγραφές [1 - 10]
ανέκδοτο [anék∂oto] το, (Psichari & Xenop ανέγδοτο) (L)
  • ① the state of not yet being published:
    • πέτυχε το πρώτο βραβείο παρά το τότε ~ του έργου του (Apostolatos)
  • ② humorous story, anecdote:
    • απλό, μικρό, όμορφο, χαρακτηριστικό ~ |
    • το βασίλειο της όπερας, της ιστορίας και του ανέκδοτου (Ouranis) |
    • το πιο ασήμαντο κωμικό ~ δεν είναι απόλυτα εθνικό, αλλά παγκόσμιο (Loukatos) |
    • τι ανέγδοτα, τι ιστορίες, τι παραμύθια, τι τραγούδια (Xenop) |
    • έλεγε όλο τις ίδιες ιστορίες, τα ίδια τ' ανέγδοτα (Psichari)

[substantiv. n of AG ἀνέκδοτος]

ανεκδοτογραφία [anek∂otoγrafía] η, (L)
  • the writing of anecdotes:
    • απ' την Aναγέννηση ως το 18ο αιώνα η ιστορία είναι ~ (Theodoridis)

[fr kath (neol), cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γραφία; cf ιστοριογραφία]

ανεκδοτογραφικός, -ή, -ό [anek∂otoγrafikós] (L)
  • of writing anecdotes

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτογράφος w. suff -ικός]

ανεκδοτογράφος [anek∂otoγráfos] ο, (L)
  • writer of anecdotes, anecdotist:
    • ο τάδε δεν είναι ιστορικός αλλά ~

[neol, cpd of kath ανέκδοτον & combin. form -γράφος; cf ιστοριογράφος]

ανεκδοτολογία [anek∂otoloyía] η, (L)
  • the telling of, or use of, anecdotes; anecdotes:
    • εύθυμη, λαϊκή, ρωμαϊκή ~ |
    • αυτά αποτέλεσαν το υλικό μιας ευρύτατης ανεκδοτολογίας (Peranthis) |
    • η καθαρή κριτική αρνείται την απλή πληροφορία ή την ~(Sachinis) |
    • τι ενδιαφέρον έχει όλη αυτή η ~; (Thrylos)

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτολόγος w. suff -ία; cf παπυρολογία, φιλολογία etc]

ανεκδοτολογικά [anek∂otoloyiká] adv (L)
  • in the manner of an anecdote:
    • το έργο κλείνει απότομα, απροσδόκητα και ~ (Maronitis) |
    • ~ σας αναφέρω μια φράση

[neol, der fr n pl of ανεκδοτολογικός]

ανεκδοτολογικός, -ή, -ό [anek∂otoloyikós] (L)
  • characterized by an anecdotal manner, anecdotal:
    • ~ χαρακτήρας, ρεαλισμός, ρομαντισμός |
    • ανεκδοτολογική βιογραφία, προβολή, αναδρομή |
    • ανεκδοτολογικές αναμνήσεις, παροιμίες |
    • ανεκδοτολογικά αστεία |
    • το βιβλίο αυτό παρουσιάζει ένα ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον (Melas) |
    • τα ανεκδοτολογικά άρθρα των εφημερίδων υποδαυλίζουν την περιέργεια του κοινού (Peranthis)

[fr kath (neol) (Koumanoudis), der of ανεκδοτολόγος w. suff -ικός; cf ανεκδοτογραφικός]

ανεκδοτολόγος [anek∂otolóγos] ο, η, (L)
  • narrator of anecdotes, anecdotist:
    • φιλόσοφοι, μυθολόγοι και ανεκδοτολόγοι οι ζωγράφοι δημιούργησαν τις αφηρημένες τους μορφές (Papantoniou)

[fr kath (neol]

ανεκδοτολογώ [anek∂otoloγó] ανεκδοτολογείς, L),
  • tell anecdotes or narrate in an anecdotal manner:
    • παρατηρεί τη γραφικότητα ορισμένων εθίμων κι ανεκδοτολογεί (Thrylos)

[fr kath (neol), der of ανεκδοτολόγος]

ανέκδοτος, -η, -ο [anék∂otos] (& Skipis ανέγδοτος) (L)
  • unpublished, unedited (syn αδημοσίευτος, ant δημοσιευμένος, εκδομένος):
    • ~ λόγος, ανέκδοτη εργασία, ανέκδοτο χειρόγραφο, έργο |
    • ανέκδοτα μνημεία |
    • δημοσιευμένα και ανέκδοτα διηγήματα |
    • άφησε ανέκδοτο έναν μικρό διάλογο (Dimaras) |
    • το ποίημα τούτο είναι σαν ανέκδοτο (Palam) |
    • poem .. και με πύρινη φωνή | το ανέγδοτό του ποίημα μού απαγγέλνει (Skipis)

[fr K, AG ἀνέκδοτος, cpd of pref αν- & AG ἔκδοτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες