Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφίπλευρος, -η, -ο [amfíplevros] (L)
- bilateral, two-sided, in two directions (ant μονόπλευρος):
- αμφίπλευρη κίνηση |
- αμφίπλευρη αναρρόφηση double suction |
- στην αμφίπλευρη πολιτεία ψιλοβρέχει (Panagiotop) |
- εξετάζουν τα γεγονότα κατά τρόπο σφαιρικό και αμφίπλευρο (Tsirpanlis) |
- αμφίπλευρη κίνηση |
- μπαλκόνι με αμφίπλευρη θέα προς το βουνό και τον κάμπο (Vasileiadis) |
- ο νόμος της πολλαπλής και αμφίπλευρης αιτιότητας |
- υποθέτομε αμφίπλευρη την αιτιότητα που δένει τη θρησκεία με την οικονομία μέσα στην κίνηση της ιστορικής ζωής (Papanoutsos) |
- αμφίπλευρη εξάρτηση |
- ~ διακαθορισμός |
- μια αμφίπλευρη αναφορά, ένας διαλεκτικός επαμφοτερισμός |
- ανάμεσα στους δύο όρους του συστήματος την οικονομική από το ένα μέρος και τη ζωή του πνεύματος (στην πιο πλατιά του έννοια) από το άλλο, δέχονται όχι μονόπλευρο αλλά αμφίπλευρο τον αιτιασμό (Papanoutsos) |
- μια αμφίπλευρη αναφορά, ένας διαλεκτικός επαμφοτερισμός μπορεί να εκφράση με ακρίβεια το νόμο που διέπει το φαινόμενό μας (id.) |
- ο άνθρωπος ως κτίσμα του Θεού έχει προικισθή με αμφίπλευρη ελευθερία τόσο για το καλό, όσο και για το κακό (Georgoulis)
[fr K αμφίπλευρος (3rd -2nd c. BC)]
- bilateral, two-sided, in two directions (ant μονόπλευρος):



