Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμυγδαλόσχημος, -η, -ο [amiγ∂alós] (L)
- almond-shaped (syn in αμυγδαλάτος 2):
- ελλειψοειδές, αμυγδαλόσχημο σφράγισμα από μετάλλινο δακτυλίδι (Bakalakis) |
- αμυγδαλόσχημη, χρυσόδετη σφραγίδα (ASakellariou)
[cpd w. σχήμα]
- almond-shaped (syn in αμυγδαλάτος 2):