Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλόσχημος
1 εγγραφή
αμυγδαλόσχημος, -η, -ο [amiγ∂alós] (L)
  • almond-shaped (syn in αμυγδαλάτος 2):
    • ελλειψοειδές, αμυγδαλόσχημο σφράγισμα από μετάλλινο δακτυλίδι (Bakalakis) |
    • αμυγδαλόσχημη, χρυσόδετη σφραγίδα (ASakellariou)

[cpd w. σχήμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες