Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπουμπούκιαστος
1 εγγραφή
αμπουμπούκιαστος, -η, -ο [abubúcastos]
  • not having put forth buds, unbudded (ant μπουμπουκιασμένος):
    • είναι οι λασπερές ρίζες κάποιου αμπουμπούκιαστου ακόμα μελλούμενου ανθού (Kazantz)

[cpd w. *μπουμπουκιαστός: μπουμπουκιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες