Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπελοφιλοσοφικός, -ή, -ό [ambelofilosofikós] (L)
- of or pertaining to cheap philosophy:
- μου δώσατε τα εισιτήρια, για να πάω ν' ακούσω τις ατελείωτες αμπελοσοφικές φλυαρίες; (Melas)
[der of αμπελοφιλόσοφος]
- of or pertaining to cheap philosophy:



