Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμούδιαστα
1 εγγραφή
αμούδιαστα [amú∂jasta] adv
  • ① without numbness, unbenumbedly (ant μουδιασμένα)
  • ② unhesitatingly, courageously, fearlessly, intrepidly (syn αδείλιαστα, αδίστακτα 1, άφοβα):
    • μίλα ~

[der of αμμούδιαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες